μακρόχειρα

μακρόχειρα
μακρόχειρ
longarmed
masc/fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μακρόχειρα — τα ζωολ. γένος δεκάποδων καρκινοειδών τής οικογένειας majidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macrocheira < macro (< μακρ[ο] *) + cheira (< χείρ)] …   Dictionary of Greek

  • μακροχειρία — η η ιδιότητα τού μακρόχειρα …   Dictionary of Greek

  • Νεεμίας — I (5ος αι. π.Χ.). Ισραηλίτης κυβερνήτης των Ιουδαίων μετά την επιστροφή τους από την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας. Μερίμνησε για την ανέγερση των τειχών της Ιερουσαλήμ και μεταρρύθμισε την εκεί ιουδαϊκή κοινότητα. Στην Ιουδαία, όπου στάλθηκε ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”